- ληκυθοφόρος
- ληκῠθοφόρος, ον,A carrying an oil-flask, Poll.3.154.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ληκυθοφόρος — ληκυθοφόρος, ον (Α) αυτός που φέρει λήκυθο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λήκυθος + φορος (< φέρω)] … Dictionary of Greek
ληκυθοφόρον — ληκυθοφόρος carrying an oil flask masc/fem acc sg ληκυθοφόρος carrying an oil flask neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λήκυθος — Αγγεία μικρού μεγέθους της αρχαιότητας που περιείχαν αρώματα ή λάδι. Σήμερα, οι αρχαιολόγοι ονομάζουν λ. έναν ορισμένο τύπο μυροδόχου αγγείου σε σχήμα φιάλης, με μακρύ και πολύ στενό λαιμό, μία λαβή και βάση. Το σχήμα αυτό άρχισε να εμφανίζεται… … Dictionary of Greek